- πιλνώ
- -άω, Α1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, τό κάνω να πλησιάσει («δρῡς ὑψικόμους... πιλνᾷ χθονὶ... ἐμπίπτων Βορέας», Ησίοδ.)2. προσεγγίζω, έρχομαι κοντά.[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός τ. τού πίλναμαι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλνῶ — πιλνάω bring near pres imperat mp 2nd sg (epic) πιλνάω bring near pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πιλνάω bring near pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πιλνάω bring near imperf ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπίλναμαι — Α κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πίλναμαι, παθ. τού πιλνώ «προσεγγίζω, πλησιάζω»] … Dictionary of Greek